ψέκτης

ψέκτης
ο тот, кто порицает, упрекает, осуждает

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ψέκτης" в других словарях:

  • ψέκτης — censurer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέκτης — ο, ΝΑ [ψέγω] κατήγορος, επικριτής νεοελλ. φιλοκατήγορος …   Dictionary of Greek

  • ψεκτῆς — ψεκτός blameworthy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέκται — ψέκτης censurer masc nom/voc pl ψέκτᾱͅ , ψέκτης censurer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτῶν — ψέκτης censurer masc gen pl ψεκτός blameworthy fem gen pl ψεκτός blameworthy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέκτην — ψέκτης censurer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέκτας — ψέκτᾱς , ψέκτης censurer masc acc pl ψέκτᾱς , ψέκτης censurer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμψέκτωρ — παμψέκτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ψεκ τού ψέγω (πρβλ. ψέκτης) + επίθημα τωρ] …   Dictionary of Greek

  • ψεκτικός — ή, ό / ψεκτικός, ή όν, ΝΑ [ψέκτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός 2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος. επίρρ... ψεκτικῶς Α με επικριτικό τρόπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»